ἐγχεῖν

ἐγχεῖν
ἐγχέω
pour in
pres inf act (attic epic doric)
ἐγχύνω
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγχέω — (AM ἐγχέω) χύνω μέσα («ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες») μσν. βρίζω αρχ. 1. (για κρασί) γεμίζω το ποτήρι, κερνώ 2. γεμίζω το ποτήρι, πίνω στην υγειά κάποιου 3. χύνομαι, εκβάλλω 4. (για στερεά πράγματα) ρίχνω μέσα, πιέζω 5. ενσταλάζω 6 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”